-
1 λογοκρισία
η цензура -
2 λογοκρισία
[логокрисиа] ουσ. Θ. цензура.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λογοκρισία
-
3 λογοκρισία
[логокрисиа] ουσ θ цензура. -
4 λογοκρισία
censure -
5 λογοκρισία
cenzura (f) rzecz. -
6 λογοκρισία
cenzura -
7 λογοκρισία
censorshipΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λογοκρισία
-
8 cenzura
λογοκρισία -
9 censorship
λογοκρισία -
10 cenzura
λογοκρισία -
11 цензура
-ы θ.1. οικονομική εφορία (στην αρχαία Ρώμη).2. λογοκρισία•подвергнуть -е υποβάλλω σε λογοκρισία•
военная цензура στρατιωτική λογοκρισία•
разрешено -ой επετράπηκε από τη λογοκρισία.
-
12 цензура
-
13 цензор
ο λογοκριτήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цензор
-
14 цензура
ценз||ураж ἡ λογοκρισία. -
15 censorship
noun (the policy of censoring: Some people disapprove of censorship.) λογοκρισία -
16 цензура
[τσυνζούρα] ουσ. θ. λογοκρισία -
17 independent censoring
French\ \ censure indépendanteGerman\ \ unabhängige ZensierungDutch\ \ onafhankelijke censureringItalian\ \ censura indipendenteSpanish\ \ censura independienteCatalan\ \ censura independentPortuguese\ \ censura independenteRomanian\ \ -Danish\ \ uafhængig censurNorwegian\ \ -Swedish\ \ oberoende censureringGreek\ \ ανεξάρτητη λογοκρισίαFinnish\ \ riippumaton sensurointiHungarian\ \ -Turkish\ \ bağımsız sansürlemeEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ независимое цензурированиеUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ sjálfstæð ritskoðaEuskara\ \ independente zentsuraFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ المراقبة المستقلةAfrikaans\ \ onafhanklike sensoreringChinese\ \ -Korean\ \ 독립 중도절단 -
18 informative censoring
French\ \ censure instructiveGerman\ \ informative ZensierungDutch\ \ informatieve censureringItalian\ \ censura informativaSpanish\ \ censura informativaCatalan\ \ censura informativaPortuguese\ \ censura informativaRomanian\ \ -Danish\ \ informativ censurNorwegian\ \ -Swedish\ \ informativ censureringGreek\ \ πληροφοριακή λογοκρισίαFinnish\ \ informatiivinen sensurointiHungarian\ \ -Turkish\ \ bilgilendirici sansürlemeEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ информационная цензураUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ upplýsandi að ritskoðaEuskara\ \ informativo zentsuraFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مراقبة ذو معلوميةAfrikaans\ \ inligtinggewende sensoreringChinese\ \ -Korean\ \ 정보적 중도절단 -
19 interval censoring
French\ \ censure d'intervalleGerman\ \ IntervallzensierungDutch\ \ -Italian\ \ censura di intervalloSpanish\ \ interval censureringCatalan\ \ censura per intervalsPortuguese\ \ censura intervalar; censura por intervalosRomanian\ \ -Danish\ \ intervalcensurNorwegian\ \ -Swedish\ \ intervallcensureringGreek\ \ λογοκρισία διαστήματοςFinnish\ \ intervallisensurointiHungarian\ \ -Turkish\ \ aralık sansürlemesiEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ интервальное цензурированиеUkrainian\ \ інтервальне цензуруванняSerbian\ \ -Icelandic\ \ bil að ritskoðaEuskara\ \ tarte zentsuraFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مراقبة الفئاتAfrikaans\ \ intervalsensoreringChinese\ \ -Korean\ \ 구간 중도 절단 -
20 цензура
[τσυνζούρα] ουσ θ λογοκρισία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
λογοκρισία — η ο προληπτικός έλεγχος της κρατικής εξουσίας σε όλα τα έντυπα, τα θεάματα, την αλληλογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
προληπτικός — ή, ό / προληπτικός, ή, όν, ΝΑ [προλαμβάνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek